- αποκοτταβισμός
- ἀποκοτταβισμός, ο (Α)το να πετά κάποιος τις τελευταίες σταγόνες που απέμειναν στο ποτήρι του κρασιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκοτταβισμός — dashing out the last drops masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοτταβισμοῖς — ἀποκοτταβισμός dashing out the last drops masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοτταβισμούς — ἀποκοτταβισμός dashing out the last drops masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοτταβισμόν — ἀποκοτταβισμός dashing out the last drops masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)